- συναποκτενεῖν
- συναποκτείνωkill togetherfut inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναποκτείνω — Α φονεύω επίσης («ἀπειλήσας δούλῳ τινι συναποκτενεῑν», Δίων Κάσσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποκτείνω «φονεύω»] … Dictionary of Greek